- άπαις
- ο, η (AM ἄπαις, -αιδος)όποιος δεν έχει παιδιά (που δεν απέκτησε ή που του πέθαναν)αρχ.1. χωρίς παιδιά2. φρ. α) «τὰς ἄπαιδας οὐσίας» — περιουσίες χωρίς παιδιά, χωρίς κληρονόμους (Ευριπ.)β) «τέκνων ἄπαιδα» (Ευριπ.)γ) «ἄπ' ἀρρένων τε καὶ θηλειῶν» (Πλάτων)δ) «Νυκτὸς παῑδες ἄπαιδες» — παιδιά της Νύχτας, που δεν είσαστε παιδιά (για τις Ευμενίδες, Αισχ.).
Dictionary of Greek. 2013.